- πτωχαλαζών
- πτωχ-ᾰλαζών, όνος, ὁ,A braggart beggar, of Midias, Phryn.Com. 4, cf. Ath.6.230c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτωχαλαζόνας — ο / πτωχαλαζών, όνος, ΝΑ φτωχός που υπερηφανεύεται, ψωροπερήφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + ἀλαζών] … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek